άστραμμα

άστραμμα
το [αστράφτω]
η αστραπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”